- ἐπεμόρμυρε
- ἐπεμόρμῡρε , ἐπί-μορμύρωroar and boilaor ind act 3rd sgἐπεμόρμῡρε , ἐπί-μορμύρωroar and boilimperf ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επιμορμύρω — ἐπιμορμύρω (AM) κελαρύζω, μουρμουρίζω («ἐπεμόρμυρε τῶν πειρασμῶν τὸ κῡμα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + μορμύρω «μουρμουρίζω»] … Dictionary of Greek